- κορυθάλη
- κορυθάλη και κορυθαλλία και κορυθαλία και κορυθάλεια, ἡ (Α)1. κλάδος ή στεφάνι ελιάς ή δάφνης, το οποίο διακοσμούσαν με ταινίες και τό κρεμούσαν πάνω από τις πόρτες ως σύμβολο τής ευφορίας, τής γονιμότητας και τής ζωής σε διάφορες γιορτές, αλλ. ειρεσιώνη2. ως κύριο όν. ἡ Κορυθαλλίαπροσωνυμία τής Αρτέμιδος στη Σπάρτη, ως προστάτιδας τής γονιμότητας και τών νηπίων.[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρυς, -υθ-ος με παρέκταση -αλ- (πρβλ. κορυδ-αλ-ός].
Dictionary of Greek. 2013.